- εὐρυπρωκτία
- εὐρυπρωκτίᾱ , εὐρυπρωκτίαthe character of afem nom/voc/acc dualεὐρυπρωκτίᾱ , εὐρυπρωκτίαthe character of afem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευρυπρωκτία — εὐρυπρωκτία, ἡ (Α) [ευρύπρωκτος] η ιδιότητα τού ευρύπρωκτου … Dictionary of Greek
εὐρυπρωκτίαν — εὐρυπρωκτίᾱν , εὐρυπρωκτία the character of a fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεὐρυπρωκτίαν — εὐρυπρωκτίᾱν , εὐρυπρωκτία the character of a fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυσοχήνη — κυσοχήνη, ἡ (Α) 1. (κατά τον Ησύχ.) κυσοδόχη* 2. (κατά τον Ησύχ. και τον Φώτ.) ευρυπρωκτία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυσός + χήνη (< θ. χην τού χαίνω, πρβλ. παρακμ. κέ χην α), πρβλ. κατα χήνη] … Dictionary of Greek